- κακοδιαλέγω
- κάνω κακή επιλογή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοδιαλέγω — κακοδιάλεξα, κακοδιαλεγμένος, κάνω κακή επιλογή: Πάντα κακοδιαλέγει τους συνεργάτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοδιάλεχτος — η, ο [κακοδιαλέγω] αυτός που έχει εκλεγεί κακώς, ο κακοδιαλεγμένος … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek